Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μετά έναν

  • 1 μηνί

    Ίανουαρίω в январе месяце;

    μετά έναν μηνία — через месяц;

    ενός μηνός παράτασις продление на один месяц;
    πόσες τού μηνός έχουμε σήμερα; какое сегодня число? μην2 1) см. μη; 2): ου μην..., αλλά καί... не только, но и...

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > μηνί

  • 2 рука

    -и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.
    1. το χέρι•

    правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•

    поднять -и σηκώνω τα χέρια•

    опустить -и κατεβάζω τα χέρια•

    брать в -у παίρνω στο χέρι•

    взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•

    скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•

    вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•

    протянуть -у τεντώνω το χέρι•

    подать -у δίνω το χέρι•

    умелые -и προκομμένα χέρια.

    || η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•

    снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.

    2. γραφικός χαρακτήρας•

    это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•

    это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.

    || υπογραφή (ιδιόχειρη)•

    подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.

    3. πλθ. -и εργάτες•

    не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.

    || άνθρωποι, άτομα•

    я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.

    || μτφ. ισχυρός, δυνατός•

    властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.

    || βοηθός, προστάτης.
    4. παλ. συμφωνία γάμου•

    отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•

    он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).

    5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•

    на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.

    6. κατηγορία, τάξη•

    мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•

    7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•

    под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•

    под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.

    εκφρ.
    в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•
    на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•
    на -у кому – προς όφελος κάποιου•
    на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•
    на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•
    на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•
    не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•
    по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•
    перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•
    по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•
    под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•
    под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•
    под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•
    под -сж)παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•
    с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•
    -ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•
    рука в -уπαλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•
    рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•
    -и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•
    -и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•
    - и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•
    рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•
    - и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•
    рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•
    - и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•
    - ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•
    - ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•
    - ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•
    дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•
    иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•
    марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•
    обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•
    опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•
    подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•
    поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•
    приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•
    -и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•
    умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•
    как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•
    брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•
    взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•
    играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•
    попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•
    письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•
    иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•
    смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•
    прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•
    пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•
    выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•
    отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•
    получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•
    бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•
    дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•
    вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•
    попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•
    в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•
    в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•
    в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•
    из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•
    из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•
    на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•
    от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•
    по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•
    с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•
    с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•
    с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•
    дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•
    обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•
    обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας.

    Большой русско-греческий словарь > рука

  • 3 φορά

    η
    1) раз;

    αότή τη φορά — на этот раз;

    άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;

    δεύτερη φορά — вторично;

    εκείνη τη φορά — в тот раз;

    κάθε φορά — всякий раз;

    μιά φορά — однажды, один раз;

    δυό φορές — дважды;

    άλλη μιά φορά — ещё раз;

    μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;

    πόσες φορές; — сколько раз?;

    εκατό φορές — сто раз;

    πολλές φορές — много раз;

    λίγες φορές — редко;

    μερικές φορές — иногда, изредка;

    καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;

    τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;

    2) стремительность, быстрое движение;

    επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;

    3) разбег;

    άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);

    4) направление;

    φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);

    κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;

    5) движение, ход;

    η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;

    § μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;

    ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;

    φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;

    είναι μιά φορ! — вот это да!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > φορά

  • 4 один...

    один||...
    другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται.

    Русско-новогреческий словарь > один...

  • 5 ένα

    με... быть заодно с...;
    2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;

    ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;

    ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;

    ο ένα... ο άλλος — один... другой...;

    δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;

    ο ένα με τον άλλο — друг с другом;

    § απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;

    ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;

    3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;
    μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ένα

  • 6 λόγος

    ο
    1) слово;

    δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;

    μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;

    2) речь, разговор;

    προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;

    τα όργανα τού λόγου — органы речи;

    τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;

    περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;

    (ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;

    ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;

    ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;

    κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;

    μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;

    ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;

    ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;

    3) слово, речь, выступление;
    гробное) слово;

    πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;

    λόγος παραινετικός — наставление;

    η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;

    βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;

    ζητώ το λόγο — просить слова;

    δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;

    αφαιρώ το λόγο — лишать слова;

    έχω το λόγο — моя очередь выступать;

    4) слово, обещание;

    λόγον τιμής — честное слово;

    ο λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;

    σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;

    δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;

    στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;

    κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;

    παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;

    παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;

    5) изречение, пословица, поговорка;

    λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;

    6) логика, (здравый) смысл;

    ορθός λόγος — здравый смысл;

    μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;

    παρά λόγον — а) нелогично;

    вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:
    7) слухи;

    ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;

    8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;

    αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;

    ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;

    δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;

    δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;

    ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;

    9) причина, основание; повод;

    δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;

    άνευ λόγου — без причины, неоправданно;

    δικαίω τω λόγω — оправданно;

    правильно;

    φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;

    γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;

    λόγω ασθενείας — из-за болезни;

    γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;

    по какому поводу?;
    зачем?;

    γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;

    δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;

    10) отчёт; ответственность;

    υπέχω λόγον — нести ответственность;

    δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;

    θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;

    11) мат. отношение;

    λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;

    § πεζός λόγος — проза;

    μεγάλος λόγος — громкие слова;

    κενοί λόγοι — пустые слова;

    άλλος λόγος — другое дело;

    άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;

    примечательный;

    ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;

    τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;

    ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;

    έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;

    δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;

    έδωσαν λόγο — а) они обручились;

    б) они договорились...;

    ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;

    кто станет возражать против...?;

    περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;

    τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;

    λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;

    πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;

    από λόγο σε λόγο — слово за слово;

    εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;

    κατά μείζονα λόγον — тем более;

    κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;

    κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;

    επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;

    με άλλους λόγους — иными словами;

    ο λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;

    του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);

    του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;

    έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;

    από λόγου μου — от самого себя;

    ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;

    ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;

    πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;

    λόγου χάριν — например;

    λόγο! - — о! оратору слово!;

    ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;

    λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > λόγος

См. также в других словарях:

  • Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 …   Dictionary of Greek

  • ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»