-
1 μηνί
-
2 рука
-и, αιτ. руку, πλθ. руки, рук, рукам θ.1. το χέρι•правая, левая рука δεξιό, αριστερό χέρι•
поднять -и σηκώνω τα χέρια•
опустить -и κατεβάζω τα χέρια•
брать в -у παίρνω στο χέρι•
взять ребнка на руки παίρνω στα χέρια το παιδάκι•
скрестить -и σταυρώνω τα χέρια•
вывехнуть -у εξαρθρώνω,βγάζω (στραμπουλίζω) το χέρι•
протянуть -у τεντώνω το χέρι•
подать -у δίνω το χέρι•
умелые -и προκομμένα χέρια.
|| η άκρη του χεριού (παλάμη, δάχτυλα)•снимать с -и кольцо βγάζω από το δάχτυλο το δαχτυλίδι.
2. γραφικός χαρακτήρας•это ваша -? αυτό είναι δικό σας γράψιμο;•
это ме моя рука αυτό δεν είναι δικό μου γράψιμο.
|| υπογραφή (ιδιόχειρη)•подделать чью-н. -у πλαστογραφώ την υπογραφή κάποιου.
3. πλθ. -и εργάτες•не хватает рук δε φτάνουν (αρκούν) τα χέρια.
|| άνθρωποι, άτομα•я знаю это из нескольких рук το ξέρω αυτό από μερικούς ανθρώπους.
|| μτφ. ισχυρός, δυνατός•властная (тяжёлая) рука στιβαρό χέρι.
|| βοηθός, προστάτης.4. παλ. συμφωνία γάμου•отдать кому-нибудь -у δίνω το χέρι σε κάποιον•
он просит -у е дочери αυτός ζητά το χέρι της κόρης της (να παντρευτεί την κόρη της).
5. θέση, σειρά (εργάτη, παίχτη κλπ.)• первая, вторая, третья рука πρώτος, δεύτερος, τρίτος εργάτης•на одной -е все четыре туза σ ένα χέρι (παίχτη) και οι τέσσερις άσσοι.
6. κατηγορία, τάξη•мука первой руки αλεύρι πρώτης ποιότητας•
7. (με αιτ. και πρόθεση «под») σημαίνει κατάσταση, διάθεση•под весёлую -у σε κατάσταση ευθυμίας•
под пьяную -у σε κατάσταση μέθης.
εκφρ.в –ах чьих ή у кого (быть находить(ся) – α) είμαι στα χέρια κάποιου (εξαρτιέμαι (από κάποιον), β) είμαι, βρίσκομαι στη διάθεση κάποιου, γ) είμαι, βρίσκομαι στην εξουσία κάποιου•на рукау – (στρατ. παράγγελμα) με προτετανένο το όπλο! προτείνατε!•на -у кому – προς όφελος κάποιου•на -ах чьих ή у кого (быть, находить(ся) – είμαι, βρίσκομαι στα χέρια κάποιου (υπο την κηδεμονία, προστασία)•на -ах у кого (быть, имеет(ся) – υπάρχει σε κάποιον•на рукаах у меня ни копейки нет – στα χέρια μου δεν έχω ούτε καπίκι•не рука кому – δεν ταιριάζει, αρμόζει σε κάποιον•по -е кому – α) ταιριάζω, πηγαίνω•перчатка не по - – το γάντι δε μου ταιριάζει στο χέρι. β) κατάλληλος, εύθετος, του χεριού•по -ам! – στα χέρια! (αποφασίστηκε, εγκρίθηκε)•под -у ходить – αγκαζέ (αλαμπράτσα) βαδίζω•под -у – με εμποδίζει κάποιος (όταν είμαι απασχολημένος): не говори под -у μη μου μιλάς όταν εργάζομαι•под -ой ή под -ами – μπροστά στα χέρια, πολύσιμά•под -сж) – παλ. κρυφά, μυστικά, κρυφομιλώντας•с -и – ταιριάζει, πηγαίνει•-ами и ногами; с -ами и ногами; с -ами, ногами – α) με χέρια και με πόδια (ολόψυχα), β) ολόκληρα, ολότελα, πλήρως•рука в -у – παλ. αγκαζέ, αλαμπράτσα•рука об руку – χέρι με χέρι μαζί, αγαπημένα, αδερφωμένα•рука с рукаой – (παλ.) αγκαζέ, αλαμπράτσα•-и вверх! – απάνω τα χέρια! (παραδόσου)•-и прочь от... – κάτω τα χέρια απο... (μη επεμβαίνετε)•- и не доходят – δεν ευκαιρώ, δεν αδειάζω•рука не дрогнет – το χέρι δεν τρέμει (δε διστάζει μπροστά σε τίποτε)•- и опустились (отнялись) – κόπηκαν τα χέρια (οι δυνάμεις, η επιθυμία, ο ζήλος)•рука не поднимается у кого – δε σηκώνει το χέρι (είναι) αναποφάσιστος, διστακτικός•- и чешутся у кого – α) πάει φιρί-φιρί για καυγά. β) τρώνε τα χέρια για δουλειά (έχω όρεξη για δουλειά)•- ой не достать (не достанешь) – είναι απρόσιτος (για υψηλή προσωπικότητα)•- ой подать – πολύ σιμά, το χέρι ν' απλώσεις τον έφτασες•- ами и ногами отбиваться – με χέρια και με πόδια αντιστέκομαι, αποκρούω (σθεναρά, λυσσαλέα)•дать -у на отсечение – κόβω το κεφάλι μου (όρκος διαβεβαίωσης)•иметь -у – έχω μπάρμπα στην Κορώνα (έχω τα μέσα)•марать (пачкать) -и – λερώνω τα χέρια (αναμειγνύομαι σε βρώμικη υπόθεση)•обломать -и о кого – δέρνω, χτυπώ ανελέητα (σπάζοντας τα ίδια μου τα χέρια)•опустить -и – κατεβάζω το κεφάλι (αποθαρρύνομαι, απογοητεύομαι)•подать (протянуть) -у (помощи) – δίνω χείρα βοηθείας (βοηθώ)•поднять -у на кого, что – σηκώνω χέρι κατά κάποιου (αρχίζω αγώνα κατά κάποιου)•приложить -у к чему ή под чем – βάζω την υπογραφή κάτω απο•-и ή -у к чему – βάζω το χεράκι μου (συμμετέχω)•умыть -и – νίβω τα χέρια μου (απεκδύομαι πάσης ευθύνης)•как без рук кого-чего – σαν να μην έχω χέρια, κανένα(ν), τελείως ανίκανος•брать (взять) себя в -и – συγκρατώ τον εαυτό μου, αυτοεπιβάλλομαι, αυτοκυριαρχούμαι•взять в -и кого – παίρνω στα χέρια μου κάποιον πειθαρχώ, υποτάσσω, τιθασεύω•играть в четыре -и – παίζω κατρμέν (δυο παίχτες στο πιάνο)•попасть(ся) в -и – α) πέφτω, περιέρχομαι στα χέρια•письмо попало в -и начальника полиции – α) το γράμμα έπεσε στα χέρια του διευθυντή της αστυνομίας, β) πέφτω στα χέρια (τύραννου, βασανιστή κ.τ.τ.)•иметь (держать) в (своих) -ах – έχω, κρατώ στα χέρια μου (κατέχω)•смотреть (глядеть) из чьих рук – αποβλέπω σε βοήθεια κάποιου•прибрать к -ам – παίρνω, ιδιοποιούμαι, σφετερίζομαι•пройти между рук – (για χρήματα) ξοδεύονται, φεύγουν απαρατήρητα, από λίγα-λίγα•выдать на -и – δίνω στα χέρια, εγχειρίζω στον ίδιο•отдать на -и – αναθέτω την προστασία (κηδεμονία) σε κάποιον•получить на -и – παίρνω στα χέρια μου•бить, ударить по -ам – χειραψία αμέσως μετά το κλείσιμο της συμφωνίας•дать по -ам – χτυπώ στα χέρια (για να αποβάλλει κακές συνήθειες, για εκφοβισμό)•вести под -и – οδηγώ (πηγαίνω) κάποιον κρατώντας από τα χέρια μαζί με άλλον•попасть(ся), повернуться под -у кому – τυχαία βρίσκομαι σιμά σε κάποιον•в одни -и (продать, отпустить) – κατ άτομο, από έναν-έναν εξυπηρετώ, πουλώ εμπόρευμα•в наших -ах – στα χέρια μας, στην κατοχή μας, εξουσία μας•в одних -ах быть – στα χέρια ενός ανθρώπου είναι (υπάρχει)•из рук в -и ή с рук на -и – από τα χέρια ενός στου άλλου, απο τον έναν στον άλλον•из рук вон (плохо) – μακριά απ εδώ• κακά, ψυχρά κι ανάποδα•на -ах чьих умереть – πεθαίνω στα χέρια κάποιου•от -и писать – γράφω με το χέρι (όχι με γραφομηχανή)•по рукаам ходить – περιέρχομαι από χέρι σε χέρι•с рук продавать – πουλώ στο χέρι, κρατώντας στα χέρια•с рук сбыть (пустить) – απαλλάσσομαι, γλυτώνω, ξεφορτώνομαι•с рук сойти – ξεφεύγω από τα χέρια (τα νύχια), τη γλυτώνω, την περνώ ατιμώρητα•дело рук чьих – είναι έργο κάποιου, από σφάλμα κάποιου•обеими -ами подписаться – συμφωνώ απόλυτα, υπογράφω με τα δυο χέρια•обеими -ами ухватиться – επωφελούμαι (δράττομαι) της ευκαιρίας. -
3 φορά
η1) раз;αότή τη φορά — на этот раз;
άλλη φορά — в другой (в следующий) раз;
δεύτερη φορά — вторично;
εκείνη τη φορά — в тот раз;
κάθε φορά — всякий раз;
μιά φορά — однажды, один раз;
δυό φορές — дважды;
άλλη μιά φορά — ещё раз;
μιά φορά γιά πάντα — раз и навсегда;
πόσες φορές; — сколько раз?;
εκατό φορές — сто раз;
πολλές φορές — много раз;
λίγες φορές — редко;
μερικές φορές — иногда, изредка;
καμμιά φορά — а) порой, иногда; — б) никогда;
τίς περισσότερες φορές — большей частью, чаще всего;
2) стремительность, быстрое движение;επιπίπτω μετά μεγάλης φορας — налететь стремительно; — обрушиться с большой силой;
3) разбег;άλμα μετά (άνευ) φορας — прыжок с разбега (без разбега);
4) направление;φορά του ανέμου (τού βλήματος) — направление ветра (полёта снаряда);
κατ' αντίθετον φορν — в обратном направлении;
5) движение, ход;η φορά των πραγμάτων — ход вещей; — развитие событий;
§ μιά φορά κι' εναν καιρό... — когда-то давным-давно...;
ΰντρας μιά φορά — а) ирон. вот так мужчина!, мужчина, нечего сказать!; — ну какой он мужчина!; — б) вот это мужчина!;
φορά σου και φορ μου — ну, погоди!, я тебе отплачу!;
είναι μιά φορ! — вот это да!
-
4 один...
один||...другой... ὁ ἔνας... ὁ ἀλλος· ни \один... ни другой ὁὔτε ὁ ἔνας οὔτε ὁ ἄλλος· \один... из тысячи ἀπό τους χίλιους ἔνας· я тебе скажу́ только одно́ ἕνα πράμα μόνον θά σοῦ (εί)κῶ· ◊ \один...единственный ἔνας καί μοναδικός· (идти) по одному (πηγαίνουμε) ἔνας-ενας· \один... за другим ὁ ἔνας μετά τόν ἀλλο, ὁ ἕνας κατόπιν τοῦ ἀλλου· \один... на \один... а) (бороться и т. ἡ.) ἀντιμέτωπος, ἔνας μ' ἔνα, δ) (наедине) μόνοι, μεταξύ μας· все до одного́ μέχρι καί τοῦ τελευταίου, ὀλοι μέχρις ἐνός· все как \один... ὀλοι σύσσωμοι· Все за одного, \один... за всех ὁ καθένας γιά ὀλους καί ὀλοι γιά τόν καθένα· одним духом μονομιάς, μονορροῦφι· одним росчерком пера μέ μιά μονοκονδυλιά· одним словом μέ μιά λέξη· в \один... миг ἐν ριπή ὁφθαλμοῦ· в \один... голос μέ μιά φωνή· в \один... прекра́сный день μιά ὠραία ἡμέρα· \один... раз (однажды) μιά φορά· с одной стороны.., с другой стороны... ἀπ' τή μιά..., ἀπ' τήν ἀλλη..., ἀφ' ἐνός μέν..., ἀφ' ἐτερου δέ...· одно из двух ἕνα ἀπό τά δυό· \один... в поле не воин погов. =ί ἔνας κἄν κανένας, μέ ἔναν στρατιώτη μάχη δέν κερδίζεται. -
5 ένα
με... быть заодно с...;2. αντων. (употр, с артиклем) один; каждый;ο ένα τον άλλο — один другого, друг друга;
ο ένα μετά τον άλλο — или ο ένα κατόπιν τού άλλου — один за другим;
ο ένα... ο άλλος — один... другой...;
δεν ακούω τον ένα και τον άλλο никого не слушаю;ο ένα με τον άλλο — друг с другом;
§ απ' τη μιά..., απ' την άλλη... с одной стороны..., с другой стороны...;ένα καν κανένας — погов, один в поле не воин;
3. αρθρ. (обычно не переводится) некто, некий, какой-то;μιά φορά κι' έναν καιρό ήταν ένας γέρος και μιά γριά жили-были старик со старухой -
6 λόγος
ο1) слово;δεν ακούς έναν καλό λόγο απ' αυτόν — доброго слова от него не услышишь;
μην κάνεις λόγο σε κανένα — никому ни слова;
2) речь, разговор;προφορικός (γραπτός) λόγος — устная (письменная) речь;
τα όργανα τού λόγου — органы речи;
τό χάρισμα τού λόγου — дар речи;
περί τίνος γίνεται λόγ; — о чём идёт речь?;
(ο) λόγος γίνεται — или γίνεται λόγος γιά... — речь идёт ο...;
ούτε λόγος να γίνεται — об этом не может быть и речи;
ο περί ού ο λόγος — или ο εν λόγω — тот, о ком идёт речь;
κάμνω ( — или κάνω) λόγο — говорить, сказать;
μου έκαμε λόγο γιά... — он сказал мне о...;
ό, τι είχαμε το λόγο σου — как раз о тебе и шла речь;
ένα λόγο λέμε και δεν ακουγόμαστε — мы же об одном и том же говорим;
3) слово, речь, выступление;гробное) слово;πανηγυρικός λόγος — торжественное выступление;
λόγος παραινετικός — наставление;
η ελευθερία τού λόγου — свободг слова;
βγάζω (εκφωνώ) λόγο — выступать, произносить речь;
ζητώ το λόγο — просить слова;
δίνω (λαμβάνω — или παίρνω) το λόγο — предоставлять (брать) слово;
αφαιρώ το λόγο — лишать слова;
έχω το λόγο — моя очередь выступать;
4) слово, обещание;λόγον τιμής — честное слово;
ο
λόγος του είναι συμβόλαιο — или είναι άνθρωπος με λόγο ( — или έχει λόγο) — он — человек слова;σού δίνω τον λόγο μου — даю тебе слово;
δίνω τον λόγο της τιμής μου — даю честное слово;
στέκομαι στον λόγο μου — быть хозяином своего слова;
κρατώ ( — или βαστώ, τηρώ, φυλάττω) τον λόγομού — держать своё слово;
παραβαίνω ( — или αθετώ, πατώ) τον λόγο μου — нарушить, своё слово;
παίρνω πίσω το λόγο μου — брать своё слово назад;
5) изречение, пословица, поговорка;λέει ένας λόγος — или ο λόγος λέει... — пословица, поговорка гласит...;
6) логика, (здравый) смысл;ορθός λόγος — здравый смысл;
μετά λόγου — или κατά λόγον — логично; — согласно здравому смыслу, благоразумно;
παρά λόγον — а) нелогично;
вопреки здравому смыслу; б) вопреки ожиданиям:7) слухи;ακούστηκε ( — или βγήκε) ένας λόγος πώς — прошёл слух, что...;
8) слово, мнение; совет, рекомендация; приказ;αυτός έχει το λόγο εδώ μέσα — здесь последнее слово за ним, здесь он командует, здесь он хозяин;
ο λόγος του δεν πέφτει χάμω — с его словом считаются;
δεν σού πέφτει λόγος — твоё слово тут последнее, тебя не спрашивают, лучше помолчи;
δεν τον ακούει τον λόγο μου — он меня не слушает, он меня ни во что не ставит;
ο λόγος μας ν' ακούγεται! — моё слово — закон;
9) причина, основание; повод;δεν έχω κανένα λόγο δυσαρέσκειας εναντίον του — я ничего не имею против него;
άνευ λόγου — без причины, неоправданно;
δικαίω τω λόγω — оправданно;
правильно;φυσικώ τω λόγω — естественно, конечно;
γιά (διά) τον λόγο ότι — или επί τω λόγω ότι — или λόγω — или λόγω τού ότι — по причине, из-за, вследствие; — потому что;
λόγω ασθενείας — из-за болезни;
γιά ποιό λόγο; — по какой причине?;
по какому поводу?;зачем?;γιά ποιό λόγο το έκαμες; — почему ты это сделал?, для чего ты Зто сделал?;
δεν είναι ( — или υπάρχει) λόγος — не стоит, не за что;
10) отчёт; ответственность;υπέχω λόγον — нести ответственность;
δίδω λόγόντων πράξεων ( — или γιά τίς πράξεις) μου — отвечать за свои поступки;
θα τού ζητήσω το λόγο — я с него спрошу;
11) мат. отношение;λόγος δύο αριθμών — отношение двух чисел;
§ πεζός λόγος — проза;
μεγάλος λόγος — громкие слова;
κενοί λόγοι — пустые слова;
άλλος λόγος — другое дело;
άξιος λόγου — али λόγου άξιος — достойный упоминания; — значительный;
примечательный;ανάξιος λόγου — недостойный упоминания;
τα μέρη τού λόγου — грам, части речи;
ο λόγος το φέρνει — кстати говоря;
έρχομαι σε λόγους — ссориться, спорить;
δεν θέλω λόγο πάνω σ' αυτό — больше не желаю говорить, слушать об этом;
έδωσαν λόγο — а) они обручились;
б) они договорились...;ποιός έχει να πεί λόγο γιά...; — кто станет спорить о...?;
кто станет возражать против...?;περί ορέξεως ουδείς λόγος ο — вкусах не спорят;
τί λόγ! — или είναι λόγος να γίνεται; — о чём речь?!, стоит ли говорить об этом?!;
λόγος να γίνεται! — просто так, для разговора;
πες κάνα λόγο και γιά μένα σ' αυτόν — замолви ему и обо мне словечко;
από λόγο σε λόγο — слово за слово;
εν ενί λόγω — или μ'ελόγνα λόγο — одним 'словом;
κατά μείζονα λόγον — тем более;
κατ' αντίστροφον λόγον — наоборот, в обратном смысле;
κατά πρώτον λόγον — во-первых; — прежде всего;
επ' ουδενί λόγω — или κατ' ούδένα λόγον — никоим образом, ни в коем случае;
με άλλους λόγους — иными словами;
ο
λόγος είναι να... — речь идёт о том, чтобы...;του λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — или λόγου μου (σου, του, της, μας, σας, τους) — я (ты, он, она, мы, вы, они);
του λόγου σου μ' εγύρεψες; — ты меня искал?;
έχω κάτι να σού πω γιά λόγου της — я хочу тебе кое-что сказать о ней;
από λόγου μου — от самого себя;
ένας λόγος είν' αυτό — легко сказать;
ο λόγος το λέει — просто так, к слову пришлось;
πού λέει ο λόγος — к примеру, к слову сказать;
λόγου χάριν — например;
λόγο! - — о! оратору слово!;
ο λόγος σου με χόρτασε και το ψωμί σου φα' το! — с меня достаточно, я сыт по горло твоими речами;
λόγος πού βγαίνει, ψεύτικος δεν είναι — погов, нет дыма без огня
См. также в других словарях:
Ολλανδία — I Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με το Βέλγιο, Α με τη Γερμανία, και βρέχεται Β από τη Βόρεια θάλασσα.Το σημερινό έδαφος της Ο. προέκυψε μετά την αποχώρηση του Βελγίου, το 1830, από το βασίλειο της Ο., το οποίο είχε δημιουργηθεί το 1815 … Dictionary of Greek
ισορροπία — Ένα οποιοδήποτε σύστημα (χημικής, φυσικής, ηλεκτρικής φύσης κλπ.) βρίσκεται σε ι. όταν η κατάστασή του δεν παρουσιάζει με την πάροδο του χρόνου καμία αυτόματη μεταβολή (δηλαδή, τα μεγέθη που προσδιορίζουν την κατάστασή του διατηρούνται χρονικά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek